Η συστημική ψυχοθεραπεία αποτελεί μια αναγνωρισμένη μορφή ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης, η οποία βασίζεται σε θεωρητικά μοντέλα της γενικής θεωρίας συστημάτων (General Systems Theory), της κυβερνητικής και της επικοινωνιακής θεωρίας. Βασική της παραδοχή είναι ότι τα άτομα δεν μπορούν να υπάρξουν αποκομμένα από τα κοινωνικά και διαπροσωπικά τους πλαίσια, καθώς η ταυτότητά τους και οι συμπεριφορές τους διαμορφώνονται αλληλεπιδραστικά μέσα σε δίκτυα σχέσεων.
Η προσέγγιση αυτή διερευνά τις δυναμικές που αναπτύσσονται εντός συγκεκριμένων συστημάτων, όπως είναι η οικογένεια, οι ομάδες εργασίας, ή άλλες κοινότητες αναφοράς. Η ανάλυση επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι σχέσεις, στους επικοινωνιακούς κώδικες που υιοθετούνται, καθώς και στους ρόλους που κατανέμονται στα μέλη του συστήματος. Η ψυχοπαθολογία δεν προσεγγίζεται ως ένα εγγενές ελάττωμα του ατόμου, αλλά ως λειτουργικό μήνυμα του συστήματος, μια απόπειρα διατήρησης ισορροπίας εντός ενός πλαισίου που εμφανίζει δυσλειτουργίες ή ένταση.
Το σύμπτωμα ερμηνεύεται ως φορέας πληροφορίας· δεν αποτελεί μόνο ένδειξη ατομικής δυσκολίας, αλλά συχνά εκφράζει τη συλλογική ασυνείδητη ανάγκη του συστήματος για επικοινωνία ή αλλαγή. Για παράδειγμα, σε ένα οικογενειακό σύστημα, η εκδήλωση συμπτωματολογίας σε ένα παιδί μπορεί να λειτουργεί ως μηχανισμός σταθεροποίησης των σχέσεων μεταξύ των γονέων ή να καταδεικνύει μια βαθύτερη, μη εκφρασμένη σύγκρουση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο θεραπευτικός στόχος δεν περιορίζεται στην ανακούφιση του συμπτώματος, αλλά επεκτείνεται στην ενίσχυση της λειτουργικότητας του συστήματος, στην αναδόμηση των σχέσεων και στην προώθηση ενός νέου πλαισίου νοηματοδότησης.
Η συστημική ψυχοθεραπεία υιοθετεί έναν κυκλικό τρόπο κατανόησης της αιτιότητας (circular causality), σε αντίθεση με τη γραμμική αιτιότητα που χαρακτηρίζει πιο παραδοσιακά μοντέλα. Το ενδιαφέρον εστιάζεται όχι στο “ποιος φταίει”, αλλά στο “πώς συμβάλλουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης”. Η αξιολόγηση και η παρέμβαση γίνονται με σεβασμό στην πολυπλοκότητα των σχέσεων και με στόχο την κινητοποίηση των πόρων και των δυνατοτήτων του συστήματος.
Η θεραπευτική διαδικασία είναι διαλογική και συνεργατική, με τον θεραπευτή να λειτουργεί ως ενεργός παρατηρητής και ταυτόχρονα ως καταλύτης αλλαγής. Η έννοια της «ουδέτερης θέσης» (neutrality), όπως περιγράφεται από τον Luigi Boscolo και τον Gianfranco Cecchin, ενισχύει τον μη-κατηγορητικό λόγο και την αποδοχή πολλαπλών αφηγήσεων.
Συνοψίζοντας, αν έπρεπε να περιγράψω με δύο λόγια το όφελος της θεραπευτικής διαδικασίας και ιδιαίτερα της συστημικής προσέγγισης, θα έλεγα ότι δίνει τη δυνατότητα στον θεραπευόμενο να εκφράσει μέσα σε ένα ασφαλές και απόρρητο πλαίσιο αυτά που επιθυμεί ενώ παράλληλα κάποιος άλλος είναι εκεί παρών για να τον ακούσει. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα ανακουφιστικό για τα μέλη μιας ομάδας όπως η οικογένεια, η σχολική τάξη, μια ομάδα συνεργατών ή το ζευγάρι. Στη διεργασία αυτή, σημαντικό ρόλο έχει ο θεραπευτής που καλείται να εμπεριέξει τις εκφρασμένες ανάγκες και επιθυμίες όλων όσων συμμετέχουν σε αυτό το διάβημα.